στη Μαίρη, 31/12/07
Η συζήτηση στο τραπέζι πίσω μου συνεχιζόταν από ώρα. Μια που το καφενείο ήταν γεροντικό και η θέση μου δεν το επέτρεπε να στραφώ και να τις παρατηρήσω, δεν είχα και λόγο να προσέξω τι ακριβώς έλεγαν. Είχα άλλωστε το βλέμμα κολλημένο στους δυο τεράστιους κάθετους ανεμιστήρες στην επενδυμένη με ξύλο ορθογώνια κολώνα απέναντι, προσπαθώντας να θυμηθώ αν ποτέ τους είχα πετύχει εν λειτουργία: να μια ηλεκτρική κουβέντα που θα ήθελα πραγματικά να παρακολουθήσω… Ήταν όμως και αυτές οι δύο γυναικείες φωνές γεροντικές; Ξαφνικά μια λέξη ξεκόλλησε από το κομψό μουρμουρητό της μίας, κόπηκε στη μέση στον αέρα, μεταλλάχθηκε ελαφρά και έφτασε στ’ αυτιά μου παράδοξα ως κόλλα γόμα. Μια κόλλα γόμα!
Βρέθηκα πάνω από είκοσι χρόνια πίσω, και μόλις είχα πει ντροπαλά τις μαγικές αυτές λέξεις στην κυρία των Νεωτερισμών Η Κοκέτα. Η ξανθιά γυναίκα χαμογέλασε όπως πάντα και μου έφερε με την εχέμυθη σιγουριά ενός φαρμακοποιού το διαφανές κωνικό πλαστικό μπουκαλάκι που ήθελα, με την καουτσουκένια πορτοκαλί μύτη. Όλα τα παιδιά ήξεραν ότι έπρεπε να πιέσεις τη μύτη αυτή σαν γόμα στο χαρτί κρατώντας το μπουκαλάκι ανάποδα, και το μυστικό και ως τότε ανέκφραστο στόμα της θα άνοιγε προσφέροντας την κιτρινωπή, μόνιμη λύση της σε κάθε χάρτινη χειροτεχνία… η κόλλα γόμα!
Όταν άνοιξα τελικά τα μάτια η συζήτηση συνεχιζόταν ακόμα, και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το φλιτζάνι μου πάνω στη σταμπωτή χαρτοπετσέτα: το χρώμα τού τσαγιού ήταν ολόιδιο με της κόλλας γόμας.
Wednesday, January 14, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment