Monday, April 16, 2018

Στο διπλανό διαμέρισμα


 

(εικόνα: Fever House)


Έμεινε από τσιγάρα στις μιάμιση το βράδυ. Δεν ήταν έκπληξη, όσο λιγόστευαν κάθε ώρα που περνούσε και το σταχτοδοχείο γέμιζε, το μόνο που έκανε ήταν να εύχεται να είχε ένα πακέτο ακόμα και να μη χρειαζόταν να κλείσει τον υπολογιστή, να ντυθεί και να πάει μέχρι το περίπτερο. Ένιωθε αδύναμος. Όταν τελικά βγήκε από το ασανσέρ με τα δυο πακέτα στην τσέπη τού μπουφάν και άναψε το φως τού διαδρόμου, είδε κάτι που μάλλον δεν πρόσεξε φεύγοντας: τα κλειδιά τού διπλανού διαμερίσματος ήταν στην κλειδαριά τής πόρτας. Της πόρτας τής κυρίας Φλέντζερη, μιας απόμακρης, πάντα καλοντυμένης ηλικιωμένης κυρίας, σίγουρα ευγενικής καταγωγής. Ζούσε μόνη, όπως από πρόσφατα κι αυτός άλλωστε, και το περίεργο είναι ότι τη θυμόταν πάντα ίδια και απαράλλαχτη, παρόλο που τους χώριζε ο ίδιος τοίχος για περισσότερο από σαράντα χρόνια. Μήπως έπαθε κάτι; Πάντως τα κλειδιά δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί με την εξώπορτα της πολυκατοικίας μόνιμα ανοικτή. Η ώρα είχε πάει τρεις.

Εντελώς απρόθυμα, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν υπεύθυνος. Μια, δυο, τρεις φορές και μετά από μια μακριά παύση, τέσσερεις. Κανένας ήχος από μέσα. Ήταν υπεύθυνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε σ’ ένα διαμέρισμα που δεν είχε δει ποτέ. Ή μήπως όχι; Όλα τα φώτα ήταν ανοιχτά και βρισκόταν στο δικό του σπίτι όπως το θυμόταν πριν σαράντα χρόνια, ειδωμένο λες μέσα από έναν καθρέφτη. Το κάθε τι από το παρελθόν βρισκόταν στην αναμενόμενη θέση, χωρίς τα αμέτρητα κάδρα του στους τοίχους, τα βιβλία σε στοίβες, τους αραδιασμένους δίσκους. Ακόμα και το πιάνο της μητέρας του, που την είχε χάσει πρόσφατα, δέκα χρόνια μετά τον πατέρα, στεκόταν εκεί στο συμμετρικό του χώρο, γυμνό και γυαλιστερό, με παρτιτούρες στο αναλόγιο. Ποιος έπαιζε σ’ αυτό; Ένιωσε να ζαλίζεται έντονα και ξαφνικά πάγωσε γιατί στην αρχή τού καθρεφτισμένου διαδρόμου στεκόταν η μητέρα του όπως τη θυμόταν μικρός (και αρκετές φωτογραφίες το επιβεβαίωναν), κατά πολύ νεότερή του τώρα! Τα κλειδιά γλίστρησαν από το χέρι του και έπεσαν στο πάτωμα.

“Μαμά; Δεν είναι δυνατόν! Εδώ δεν μένει η κυρία Φλέντζερη;” Η αγαπημένη φωνή που δεν περίμενε ποτέ πια να ξανακούσει ήταν θυμωμένη, προφανώς εξαιτίας του. Γιατί όμως; Με τρόμο άκουσε τα μυστηριώδη λόγια της, καθώς ένα αόρατο χέρι έμοιαζε να είχε κόψει τις φράσεις σε τυχαία σημεία, να τις είχε ανακατέψει και ξαναμοιράσει: “Πού τη θυμήθηκες μέχρι τέτοια ώρα; Τον καημένο τον πατέρα σου; Έχεις κλειδιά παλιά γειτόνισσα της γιαγιάς σου. Κι εσύ χτυπάς το κουδούνι δεν λυπάσαι. Πήγαινε να κοιμηθείς, Φλέντζερη; Μας αναστάτωσες. Αύριο πάλι μεσημέρι πού ήσουν; Θα ξυπνήσεις”. Η τελευταία πρόταση ακούστηκε σαν υπόσχεση καθώς η οπτασία τής μητέρας του χωρίς άλλη λέξη έκανε μεταβολή και χάθηκε στο σκοτεινό τώρα διάδρομο. Και ο πατέρας του; Ήταν κι αυτός εκεί; Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ακριβώς εκείνη τη στιγμή έσβησαν όλα τα φώτα. Διακοπή ρεύματος;

Ακόμα και μέσα από καθρέφτη βρήκε αμέσως την εξώπορτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να διώξει το σκοτάδι, τα φώτα τού εξωτερικού διαδρόμου όμως δεν άναβαν. Γενική διακοπή. Και δεν μπορούσε να βρει στις τσέπες τα κλειδιά του… Μια παράξενη σκέψη τού πέρασε από το μυαλό και ψηλάφισε την αριστερή πλευρά της εξώπορτάς του. Όντως, από την κλειδαριά κρέμονταν τα κλειδιά του. Πότε τα ξέχασε εκεί; Έκανε τρέμοντας δυο διστακτικά βήματα μέσα, τρία μέτρα από τον κρεμασμένο του φακό, όταν ακούστηκε από το δωμάτιό του μια κάπως γνώριμη αυστηρή γυναικεία γεροντική φωνή: “Μου έφερες τα τσιγάρα, Δημήτρη;”

No comments:

Post a Comment